- βαμβακομηχανή
- ημηχανή που καθαρίζει το σπόρο από το μπαμπάκι, εκκοκκιστική μηχανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαμβακομηχανή — η μηχανή για την εκκόκκιση του βάμβακος … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
μπαμπακομηχανή — η βαμβακομηχανή, μηχανή που εκκοκκίζει το βαμβάκι … Dictionary of Greek